- κρεατοκόπτης
- και κρεοκόπτης, ο1. μεγάλο μαχαίρι ή μικρό τσεκούρι για το κόψιμο κρέατος2. ειδικό μηχάνημα που χρησιμεύει για την πολτοποίηση τού κρέατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρε[ο]-) + κόπτης (< κόπτω), πρβλ. νυχο-κόπτης, χαρτο-κόπτης].
Dictionary of Greek. 2013.