κρεατοκόπτης

κρεατοκόπτης
και κρεοκόπτης, ο
1. μεγάλο μαχαίρι ή μικρό τσεκούρι για το κόψιμο κρέατος
2. ειδικό μηχάνημα που χρησιμεύει για την πολτοποίηση τού κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρε[ο]-) + κόπτης (< κόπτω), πρβλ. νυχο-κόπτης, χαρτο-κόπτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… …   Dictionary of Greek

  • κρεατοκοπτικός — και κρεοκοπτικός, ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κρεατοκόπτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατοκόπτης. Η λέξη μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

  • κρεοκόπτης — ο βλ. κρεατοκόπτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”